-
1 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов -
2 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов -
3 радиоприёмник
το ραδιόφωνο, ο δέκτης του ασυρμάτου, ο ραδιοδέκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоприёмник
См. также в других словарях:
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek